ακουσιχρωμία
Προφορά
Ετυμολογία
ακουσιχρωμία ακούω (αρχαία ελληνική ἄκουσις) + χρώμα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η ακουσιχρωμία
✦ οπτική ψευδαίσθηση κατά την οποία δημιουργείται αίσθηση χρώματος κατά την ακρόαση ενός ήχου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–