ακονόπετρα
Προφορά
Ετυμολογία
ακονόπετρα ακόνη + πέτρα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η ακονόπετρα
✦ τεχνητή ή φυσική πέτρα που χρησιμοποιείται ως ακόνι: ποιος άκουσε καταμεσήμερα το σύρσιμο του μαχαιριού στην ακονόπετρα; (Γ. Σεφέρης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–