ακονιστικός


ακονιστικός
Προφορά

Ετυμολογία
ακονιστικός ακονιστώς

Ερμηνεία
επίθετο┘ ακονιστικός -ή, -ό

✦ ο κατάλληλος για ακόνισμα: ακονιστικός τροχός
✦ πληθ. ουδ. ακονιστικά ως ουσ., η αμοιβή για το ακόνισμα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.