ακονίζω
Προφορά
Ετυμολογία
ακονίζω ἀκόνησα, αόρ. του αρχαίου ελληνικού ἀκονῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ ακονίζω
✦ οξύνω την κόψη κοφτερού οργάνου
✦ (μτφ. ) οξύνω, γυμνάζω μια πνευματική λειτουργία: ακονίζω τη μνήμη μου
Συνώνυμα
τροχίζω
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–