ακομπανιάρω
Προφορά
Ετυμολογία
ακομπανιάρω └ιταλ┘accompagnare
Ερμηνεία
└ρήμα┘ ακομπανιάρω
✦ συνοδεύω με βοηθητικούς ήχους μια μουσική μελωδία
✦ (μτφ. ) συμφωνώ με κάποιον, υποστηρίζω τη γνώμη άλλου, τον σιγοντάρω
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–