ακομμάτιστος


ακομμάτιστος
Προφορά

Ετυμολογία
ακομμάτιστος ἀ στερητικό + κομματίζομαι

Ερμηνεία
επίθετο┘ ακομμάτιστος -η, -ο

✦ ο ξένος προς τα κόμματα: ακομμάτιστη πολιτική
✦ (συνεκδ.) αμερόληπτος

Συνώνυμα
αφατρίαστος
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.