ακομμάτιαστος
Προφορά
Ετυμολογία
ακομμάτιαστος ἀ στερητικό + κομματιάζω
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ακομμάτιαστος -η, -ο
✦ που δεν κομματιάστηκε, ολόκληρος, ακέραιος
Συνώνυμα
ατεμάχιστος, αδιαμέλιστος
Αντίθετα
κομματιασμένος, τεμαχισμένος, διαμελισμένος
Επιρρήματα
ακομμάτιαστα