ακολουθητικός


ακολουθητικός
Προφορά

Ετυμολογία
ακολουθητικός αρχαία ελληνική ἀκολουθητικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ ακολουθητικός -ή, -ό

✦ εξακολουθητικός (βλ. λ.)
✦ που ακολουθεί, επόμενος
✦ κατ’ ακολουθίαν, κατά συνέπεια

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
ακολουθητικά (Κ ακολουθητικώς), συνεχώς

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.