ακολλάριστος


ακολλάριστος
Προφορά

Ετυμολογία
ακολλάριστος ἀ στερητικό + κολλαριστός

Ερμηνεία
επίθετο┘ ακολλάριστος -η, -ο

✦ που δε βουτήχτηκε σε διάλυμα λευκής κόλλας, πριν σιδερωθεί

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.