ακολάφιστος


ακολάφιστος
Προφορά

Ετυμολογία
ακολάφιστος ἀ στερητικό + κολαφίζω

Ερμηνεία
επίθετο┘ ακολάφιστος -η, -ο

✦ αυτός που δεν τον χαστούκισαν
(μτφ. ) που δεν δέχτηκε προσβολή, αταπείνωτος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.