ακολάτσιστος


ακολάτσιστος
Προφορά

Ετυμολογία
ακολάτσιστος ἀ στερητικό + κολατσίζω

Ερμηνεία
επίθετο┘ ακολάτσιστος -η, -ο

✦ που δεν κολάτσισε, δεν έφαγε πρόχειρο πρόγευμα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.