ακετόνη
Προφορά
Ετυμολογία
ακετόνη └αγγλ┘acetone
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η ακετόνη
✦ υγρό άχρωμο, πτητικό και εύφλεκτο χρησιμοποιούμενο στη βιομηχανία ως διαλυτικό ή πρώτη ύλη για την παρασκευή οργανικών προϊόντων
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–