ακεραμίδωτος


ακεραμίδωτος
Προφορά

Ετυμολογία
ακεραμίδωτος ἀ στερητικό + κεραμωτός – κεραμιδωτός

Ερμηνεία
ακεραμίδωτος

✦ κ. ακεραμίδωτος, -η, -ο επίθ. που δεν έχει στεγασθεί με κεραμίδια: στέγη ακεράμωτη – σπίτι ακεραμίδωτο
✦ ο χωρίς στέγη, άστεγος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.