ακεράτωτος
Προφορά
Ετυμολογία
ακεράτωτος ἀ στερητικό + κερατώνω
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ακεράτωτος -η, -ο
✦ που δεν απατήθηκε από τον ή την σύζυγο
✦ αυτός που δεν υπέστη ηθική μείωση από ανήθικη συμπεριφορά στενής συγγενούς του
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–