ακατοχύρωτος


ακατοχύρωτος
Προφορά

Ετυμολογία
ακατοχύρωτος ἀ στερητικό + κατοχυρώνω

Ερμηνεία
επίθετο┘ ακατοχύρωτος -η, -ο

✦ ο μη κατοχυρωμένος, που δεν έχει νομική εξασφάλιση: ακατοχύρωτα δικαιώματα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.