ακατηγόρητος
Προφορά
Ετυμολογία
ακατηγόρητος μεταγενέστερη ελληνική ἀκατηγόρητος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ακατηγόρητος -η, -ο
✦ άψογος, ανεπίληπτος, που δεν έχει κατηγορηθεί
✦ εκείνος εναντίον του οποίου δεν έχει απαγγελθεί κατηγορία από δικαστική αρχή
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
ακατηγόρητα (Κ ακατηγορήτως)