ακατασύντριπτος


ακατασύντριπτος
Προφορά

Ετυμολογία
ακατασύντριπτος ἀ στερητικό + κατασυντρίβω

Ερμηνεία
επίθετο┘ ακατασύντριπτος -η, -ο

✦ που δεν μπορεί κανείς να τον κατασυντρίψει, να τον εξολοθρεύσει

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.