ακαταστάλακτος
Προφορά
Ετυμολογία
ακαταστάλακτος ἀ στερητικό + κατασταλάζω
Ερμηνεία
ακαταστάλακτος
✦ κ. ακαταστάλαχτος, -η, -ο επίθ. (Κ -κτος, -ος, -ον) που δεν έχει κατασταλάξει, δεν έχει κατακαθίσει: ακαταστάλαχτη είναι ακόμη η στάχτη στην αλισίβα
✦ (μτφ. ) που δεν έχει πάρει την οριστική του μορφή: ήταν γεμάτος μεγάλα σχέδια… μα όλα αυτά ήταν αόριστα, ακαταστάλαχτα (Γ. Θεοτοκάς)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
κατασταλαγμένος, διαμορφωμένος
Επιρρήματα
–