ακατασκήνωτος
Προφορά
Ετυμολογία
ακατασκήνωτος μεταγενέστερη ελληνική ἀκατασκήνωτος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ακατασκήνωτος -η, -ο
✦ που δεν έχει κατασκηνώσει, δεν έχει εγκατασταθεί σε σκηνές: ήταν τόσο ακατάλληλος ο τόπος που προτίμησαν να μείνουν ακατασκήνωτοι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–