ακαταπίεστος
Προφορά
Ετυμολογία
ακαταπίεστος ἀ στερητικό + καταπιέζω
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ακαταπίεστος -η, -ο
✦ αυτός που δεν καταπιέστηκε: χρόνια, τώρα, η μουσουλμανική μειονότητα ζει μαζί μας ακαταπίεστη
✦ που δεν επιδέχεται καταπίεση
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–