ακατανίκητος
Προφορά
Ετυμολογία
ακατανίκητος ἀ στερητικό + κατανικώ
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ακατανίκητος -η, -ο
✦ αυτός που δεν μπορεί να νικηθεί: η ακατανίκητη θλίψη του βραδιού (Γ. Θεοτοκάς)
Συνώνυμα
αήττητος, ανίκητος, ακατάβλητος, ακαταμάχητος
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
ακατανίκητα (Κ ακατανικήτως)