ακατέβαστος


ακατέβαστος
Προφορά

Ετυμολογία
ακατέβαστος ἀ στερητικό + κατεβαστός

Ερμηνεία
επίθετο┘ ακατέβαστος -η, -ο

✦ αυτός που δεν τον κατέβασαν: οι κλέφτες μπήκαν εύκολα γιατί ο ιδιοκτήτης είχε αφήσει ακατέβαστα τα ρολά του μαγαζιού

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.