ακατάφταστος
Προφορά
Ετυμολογία
ακατάφταστος ἀ στερητικό + καταφθάνω
Ερμηνεία
ακατάφταστος
✦ κ. -φθαστος, -η, -ο επίθ. εκείνος που δεν μπορεί κάποιος να τον προφτάσει καθώς φεύγει
✦ άφθαστος σε κοινωνική θέση, πλούτη κτλ., ασυναγώνιστος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–