ακατάσχετος
Προφορά
Ετυμολογία
ακατάσχετος μεταγενέστερη ελληνική ἀκατάσχετος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ακατάσχετος -η, -ο
✦ ασυγκράτητος, που δεν μπορεί κανείς να τον σταματήσει ή να τον περιορίσει: ακατάσχετη φλυαρία – αιμορραγία
✦ που δεν κατασχέθηκε: είχε τρία διαμερίσματα και δεν έμεινε κανένα ακατάσχετο
✦ που δεν επιδέχεται κατάσχεση, δεν επιτρέπεται να κατασχεθεί: τα βιβλία του οφειλέτη, κατά τον νόμο, είναι ακατάσχετα
✦ ουδ. το ακατάσχετον ως ουσ., η ιδιότητα του ακατασχέτου, το να μην επιδέχεται κάτι κατάσχεση: το ακατάσχετον των οικογενειακών εγγράφων
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
ακατάσχετα (Κ ακατασχέτως)