ακατάπιαστος


ακατάπιαστος
Προφορά

Ετυμολογία
ακατάπιαστος ἀ στερητικό + καταπιάνω

Ερμηνεία
επίθετο┘ ακατάπιαστος -η, -ο

✦ αυτός με τον οποίο δεν καταπιάστηκε κάποιος, δεν ασχολήθηκε: ακατάπιαστο σπίτι (για το οποίο δεν άρχισαν οι εργασίες ανοικοδομήσεως)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.