ακατάπαυστος
Προφορά
Ετυμολογία
ακατάπαυστος μεταγενέστερη ελληνική ἀκατάπαυστος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ακατάπαυστος -η, -ο
✦ ο αδιάκοπος, που δεν καταπαύει ποτέ, που δε σταματάει: η ακατάπαυστη ανανέωση της τέχνης (Γ. Σεφέρης)
Συνώνυμα
διαρκής, συνεχής, αδιάλειπτος, ασταμάτητος
Αντίθετα
διακεκομμένος
Επιρρήματα
ακατάπαυ(σ)τα:βρέχει ακατάπαυτα. Δε θα τελειώσει ποτέ τούτη η βροχή; (Γ. Σεφέρης) – καπνίζοντας ακατάπαυστα κι ανάβοντας το ένα τσιγάρο απ’ τ’ άλλο (Γ. Θεοτοκάς) (Κ ακαταπαύ(σ)τως)