ακαριαίος


ακαριαίος
Προφορά

Ετυμολογία
ακαριαίος αρχαία ελληνική ἀκαριαῖος

Ερμηνεία
ακαριαίος

✦ -αία, -αίο επίθ. (Κ -αία, -αίον) στιγμιαίος, ο συντελούμενος σε μια στιγμή: χτύπημα ακαριαίο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
ακαριαία (Κ ακαριαίως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.