ακαρίκωτος


ακαρίκωτος
Προφορά

Ετυμολογία
ακαρίκωτος ἀ στερητικό + καρικώνω

Ερμηνεία
επίθετο┘ ακαρίκωτος -η, -ο

✦ που δεν έχει καρικωθεί, που δεν έχει επιδιορθωθεί με καρίκωμα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.