ακαπλάντιστος
Προφορά
Ετυμολογία
ακαπλάντιστος ἀ στερητικό + καπλα-ντίζω
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ακαπλάντιστος -η, -ο
✦ ο χωρίς εξωτερικό κάλυμμα (από ύφασμα, ξύλο ή μέταλλο): πάπλωμα ακαπλάντιστο
✦ ακαπλάντιστο βιβλίο, το άδετο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–