ακαπήλευτος


ακαπήλευτος
Προφορά

Ετυμολογία
ακαπήλευτος αρχαία ελληνική ἀκαπήλευτος

Ερμηνεία
επίθετο┘ ακαπήλευτος -η, -ο

✦ ανόθευτος, άδολος, καθαρός
✦ αυτός που δεν έγινε αντικείμενο εκμετάλλευσης: κανένα ιερό και όσιο δεν έμεινε ακαπήλευτο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.