ακαμίνευτος


ακαμίνευτος
Προφορά

Ετυμολογία
ακαμίνευτος ἀ στερητικό + καμινεύω

Ερμηνεία
επίθετο┘ ακαμίνευτος -η, -ο

✦ που δεν έχει κατεργασθεί σε καμίνι, δεν έχει ψηθεί σε καμίνι: ακαμίνευτα κεραμίδια – ορυκτά

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.