ακαλμάριστος


ακαλμάριστος
Προφορά

Ετυμολογία
ακαλμάριστος ἀ στερητικό + καλμάρω

Ερμηνεία
επίθετο┘ ακαλμάριστος -η, -ο

✦ αυτός που δεν έχει καλμάρει, δεν έχει ηρεμήσει

Συνώνυμα
αγαλήνευτος, ακαταπράυντος, ανήσυχος
Αντίθετα
καλμαρισμένος, γαληνεμένος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.