ακίνητος


ακίνητος
Προφορά

Ετυμολογία
ακίνητος αρχαία ελληνική ἀκίνητος

Ερμηνεία
επίθετο┘ ακίνητος -η, -ο

✦ ο μη κινούμενος, ασάλευτος: ήταν ήσυχος κι ακίνητος ως την ύστερη την ώρα (Διον. Σολωμός)
✦ που δεν επιδέχεται μετακίνηση
✦ στάσιμος
✦ ακλόνητος, σταθερός, έδρατος
✦ ακίνητη εορτή, που εορτάζεται την ίδια πάντοτε ημέρα του χρόνου
✦ ουδ. το ακίνητο(ν) ως ουσ., κτηματική περιουσία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
ακίνητα (Κ ακινήτως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.