ακήρυκτος


ακήρυκτος
Προφορά

Ετυμολογία
ακήρυκτος αρχαία ελληνική ἀκήρυκτος

Ερμηνεία
ακήρυκτος

✦ κ. ακήρυχτος, -η, -ο επίθ. (Κ -κτος, -ος, -ον) που δεν κηρύχθηκε: ακήρυκτος πόλεμος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
ακήρυκτα κ.ακήρυχτα (Κ ακηρύκτως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.