ακήπευτος


ακήπευτος
Προφορά

Ετυμολογία
ακήπευτος μεταγενέστερη ελληνική ἀκήπευτος

Ερμηνεία
επίθετο┘ ακήπευτος -η, -ο

✦ ο μη καλλιεργούμενος σε κήπο: χόρτα κηπευτά και ακήπευτα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.