ακέραιος
Προφορά
Ετυμολογία
ακέραιος αρχαία ελληνική ἀκέραιος
Ερμηνεία
ακέραιος
✦ -αιη, -αιο επίθ. (Κ -αία, -αιον) ολόκληρος, ολάκερος
✦ άβλαβος, απείραχτος, σώος
✦ ανόθευτος, αγνός, καθαρός: ακέραιος χαρακτήρας
✦ (μαθημ.) ακέραιοι αριθμοί, οι θετικοί ή αρνητικοί αριθμοί και το μηδέν, που δεν περιέχουν κλάσματα· ακεραία μονάδα, καθεμιά από τις μονάδες από τις οποίες αποτελείται ακέραιος αριθμός
✦ φρ. ως επίρρ. εις το ακέραιον, εξ ολοκλήρου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
ακέραια (Κ ακεραίως)