ακάτεχος


ακάτεχος
Προφορά

Ετυμολογία
ακάτεχος ἀ στερητικό + κατέχω

Ερμηνεία
επίθετο┘ ακάτεχος -η, -ο

✦ αδαής, που δεν ξέρει κάτι, άπειρος, ανυποψίαστος: καθώς ρουφούν οι ξωτικές με τα λαμπρά μαγνάδια, τη νύχτα τον ακάτεχο διαβάτη στα λαγκάδια (Κ. Παλαμάς)

Συνώνυμα
ανήξερος
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.