ακάπνιστος


ακάπνιστος
Προφορά

Ετυμολογία
ακάπνιστος μεταγενέστερη ελληνική ἀκάπνιστος

Ερμηνεία
επίθετο┘ ακάπνιστος -η, -ο

✦ που δεν καπνίστηκε, δεν μαύρισε από το καπνό: ακάπνιστοι τοίχοι
✦ αυτός που δεν έχει ταριχευθεί με την επίδραση του καπνού, που δεν υποβλήθηκε σε κάπνισμα: ακάπνιστα ψάρια-λουκάνικα
✦ για τσιγάρα, που δεν καπνίστηκαν, δεν καταναλώθηκαν
(μτφ. ) νηφάλιος

Συνώνυμα

Αντίθετα
καπνισμένος, καπνιστός
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.