ακάλυπτος
Προφορά
Ετυμολογία
ακάλυπτος αρχαία ελληνική ἀκάλυπτος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ακάλυπτος -η, -ο
✦ ο χωρίς κάλυμμα, ασκέπαστος: ακάλυπτα φρεάτια – ακάλυπτο πηγάδι
✦ γυμνός: το φόρεμα αφήνει τους ώμους ακάλυπτους
✦ ο χωρίς κάλυψη, χωρίς προστασία: οι δυνάμεις μας αποδεκατίστηκαν γιατί προχώρησαν με ακάλυπτα τα νώτα τους
✦ ακάλυπτη επιταγή, που εκδόθηκε χωρίς να υπάρχει ανάλογο αντίκρισμα στην τράπεζα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
ακάλυπτα (Κ ακαλύπτως)