αδράνεια
Προφορά
Ετυμολογία
αδράνεια μεταγενέστερη ελληνική ἀδράνεια
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η αδράνεια
✦ έλλειψη δράσεως, ακινησία, απραξία: ζητούσε ευθύνες για την αδράνεια της αστυνομίας (Α. Σαμαράκης)
✦ (φυσ.) η ιδιότητα που έχουν τα υλικά σώματα να μην αλλάζουν κατάσταση, όταν κινούνται ή ηρεμούν, χωρίς εξωτερική επίδραση
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–