αδούλευτος
Προφορά
Ετυμολογία
αδούλευτος αρχαία ελληνική ἀδούλευτος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αδούλευτος -η, -ο
✦ που δε δουλεύτηκε, δεν υποβλήθηκε στην απαιτούμενη επεξεργασία: αδούλευτο έργο
✦ ακαλλιέργητος: αδούλευτη γη
✦ (για αμοιβή) που πληρώνεται, πριν τελειώσει η δουλειά, που προεξοφλείται: αδούλευτα μεροκάματα
✦ αμεταχείριστος
✦ (για πρόσωπα) αργός, τεμπέλης
Συνώνυμα
αγεώργητος, χέρσος
Αντίθετα
καλλιεργημένος, οργωμένος
Επιρρήματα
–