αδιόρατος


αδιόρατος
Προφορά

Ετυμολογία
αδιόρατος μεταγενέστερη ελληνική ἀδιόρατος

Ερμηνεία
επίθετο┘ αδιόρατος -η, -ο

✦ ο μόλις ορατός, που δε διακρίνεται εύκολα, δε φαίνεται καθαρά: αδιόρατη σκιά

Συνώνυμα
αδιάκριτος, δυσδιάκριτος
Αντίθετα

Επιρρήματα
αδιόρατα (Κ αδιοράτως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.