αδιερεύνητος
Προφορά
Ετυμολογία
αδιερεύνητος αρχαία ελληνική ἀδιερεύνητος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αδιερεύνητος -η, -ο
✦ που δε διερευνήθηκε ή δεν μπορεί να διερευνηθεί: αδιερεύνητη υπόθεση
Συνώνυμα
ανερεύνητος, ανεξερεύνητος
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
αδιερεύνητα (Κ αδιερευνήτως)