αδιακωμώδητος


αδιακωμώδητος
Προφορά

Ετυμολογία
αδιακωμώδητος ἀ στερητικό + διακωμωδώ

Ερμηνεία
επίθετο┘ αδιακωμώδητος -η, -ο

✦ αυτός που δεν διακωμωδήθηκε, δεν γελοιοποιήθηκε

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
αδιακωμώδητα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.