αδιαιρετότητα


αδιαιρετότητα
Προφορά

Ετυμολογία
αδιαιρετότητα αδιαίρετος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η αδιαιρετότητα

✦ το να μη διαιρείται κάτι, αδιαιρεσία

Συνώνυμα
αδιαιρεσία, ακεραιότητα
Αντίθετα
διαιρετότητα
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.