αδιαβατισμός


αδιαβατισμός
Προφορά

Ετυμολογία
αδιαβατισμός πρβλ. αδιαβατικός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο αδιαβατισμός

✦ η ιδιότητα αερίων να μη δέχονται και να μη διαβιβάζουν θερμότητα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.