αδιάλεχτος


αδιάλεχτος
Προφορά

Ετυμολογία
αδιάλεχτος ἀ στερητικό + διαλέγω

Ερμηνεία
αδιάλεχτος

✦ κ. -γος, -η, -ο επίθ. αυτός που δεν διαλέχτηκε, δεν τον διάλεξαν: αδιάλεχτα φρούτα
✦ αυτός από τον οποίο δεν έγινε διαλογή, αξεδιάλεχτος: αδιάλεχτος σωρός

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.