αδηλητηρίαστος


αδηλητηρίαστος
Προφορά

Ετυμολογία
αδηλητηρίαστος ἀ στερητικό + δηλητηριάζω

Ερμηνεία
επίθετο┘ αδηλητηρίαστος -η, -ο

✦ αυτός που δεν έχει δηλητηριαστεί, ο αφαρμάκωτος

Συνώνυμα

Αντίθετα
δηλητηριασμένος, φαρμακωμένος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.