αδερφή
Προφορά
Ετυμολογία
αδερφή αρχαία ελληνική ἀδελφός
Ερμηνεία
αδερφή
✦ άτομο που έχει κοινούς γονείς με άλλο άτομο ή και ένα μόνο από τους γονείς κοινό
✦ πολύ φίλος
✦ κ. ως επίθ.: αδελφές ψυχές
✦ αδελφές πόλεις, που συνδέονται με αδελφοποίηση (βλ. λ.)
✦ προσφώνηση μεταξύ χριστιανών, ιδ. μοναχών (ανδρών ή γυναικών)
✦ θηλ. αδελφή, η νοσοκόμα ή η καλόγρια
✦ αδελφή, σκωπτικός χαρακτηρισμός για θηλυπρεπή άντρα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–