αδίχαστος
Προφορά
Ετυμολογία
αδίχαστος μεταγενέστερη ελληνική ἀδίχαστος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αδίχαστος -η, -ο
✦ αδιαίρετος, αδιχοτόμητος: ο άνθρωπος βρίσκεται ακέραιος και αδίχαστος (Οδ. Ελύτης)
✦ (μτφ. ) αυτός που ομονοεί, που δεν διχάζεται από διχόνοιες: παρά τις προσπάθειες των δημαγωγών, ο λαός παρέμεινε αδίχαστος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–